Ἀμφικτυόνων

Ἀμφικτυόνων
Ἀμφικτύονες
Amphictyons
masc gen pl
Ἀμφικτύων
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμφικτυόνων — ἀμφικτίονες they that dwell round masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγεωργώ — καταγεωργῶ, έω (Α) καλλιεργώ («τὸ πεδίον τὸ ὑπὸ τῶν Ἀμφικτυόνων ἀνιερωθὲν αὖθις κατεγεώργουν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γεωργῶ «καλλιεργώ» (< γεωργός)] …   Dictionary of Greek

  • προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… …   Dictionary of Greek

  • Εσπέριοι — Άλλη ονομασία των Δυτικών Λοκρών, όπως προκύπτει από επιγραφές του 5ου αι. π.Χ., καθώς και από διάφορες επιγραφές των Αμφικτυόνων στους Δελφούς. Η συνηθέστερη όμως ονομασία των Δυτικών Λοκρών ήταν Οζόλες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”